ἀντωνυμική

ἀντωνυμική
ἀντωνυμικός
pronominal
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντωνυμικῇ — ἀντωνυμικός pronominal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • η — (AM ἡ) θηλ. τού άρθρ. ὁ, (ἡ, τό) αρχ. στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο]. (VII) ἥ (Α) θηλ. τής αναφ. αντων. ὅς (ἥ, ὅ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”